- ἀποστολικόν
- ἀποστολικόςsung on departuremasc acc sgἀποστολικόςsung on departureneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Евангелистарий — Еще в глубокой древности соединение четырех Евангелий получило общее название Евангелия. Когда в IV веке явились деления евангельского текста, к Евангелию стали присоединять указатель евангельских чтений, носивший на Западе название evangeliarium … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
апостольскыи — (361) пр. к апостолъ. 1.В 1 знач.: того ради х҃съ съподоби вълазити въ ап(о)ль||скы˫а оубогы˫а хызины. насъ оучѩ. чл҃вчьско велѩ попирати величѩниѥ и славоу. Изб 1076, 95 95 об.; оубоитес˫а рекъшааго ɤсты ап(с)льскы. не дѣти бываите оумы… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Πραξαπόστολος — ο, Ν εκκλ. το λειτουργικό βιβλίο τής ορθόδοξης εκκλησίας, που αποκαλείται συνήθως Απόστολος ἡΒιβλίον Αποστολικόν και το οποίο πήρε την ονομασία του από το περιεχόμενό του, που συνίσταται σε περικοπές από τις Πράξεις και τις Επιστολές τών… … Dictionary of Greek
αποστολικός — ή, ό (ΑΜ ἀποστολικός, ή, όν) 1. αυτός που ιδρύθηκε από τους Αποστόλους ή ο σύμφωνος με τη διδασκαλία τους 2. ένθερμος («αποστολικός ζήλος») μσν. νεοελλ. (το ουδέτερο ως ουσ.) τὸ ἀποστολικόν 1. βιβλίο που περιέχει τις επιστολές της Καινής Διαθήκης … Dictionary of Greek